Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

η πετσέτα (φαγητού)

  • 1 салфетка

    салфетка ж η πετσέτα (φαγητού)
    * * *
    ж
    η πετσέτα (φαγητού)

    Русско-греческий словарь > салфетка

  • 2 салфетка

    θ.
    πετσέτα φαγητού•

    бумажные -и χαρτοπετσέτες.

    || σαλιάρα, σαλιαριστρα. || μικρό τραπεζομάντηλο (για τραπεζάκι).

    Большой русско-греческий словарь > салфетка

  • 3 сложить

    сложу, сложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сложенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. βάζω, ΐοποθετώ με τη σειρά, με τάξη, τακτοποιώ•

    сложить дрова в поленницу θημωνιάζω τα καυσόξυλα•

    сложить вещи в чемодан τακτοποιώ τα πράγματα στη βαλίτσα.

    2. προσθέτω•

    сложить три с шестью προσθέτω το τρία με το έξι•

    сложить два и один προσθέτω δύο και ενα.

    3. συνθέτω, ενώνω• φτιάχνω (από τεμάχια)•

    сложить домик из кубиков φτιάχνω σπιτάκι από κύβους.

    4. χτίζω•

    сложить пчку χτίζω θερμάστρα.

    5. συνθέτω•

    сложить песню συνθέτω τραγούδι•

    сложить стих φτάχνω ποίημα (στ ιχουργώ).

    6. διπλώνω•

    сложить салфетку διπλώνω την πετσέτα του φαγητού.

    || συμπτύσσω, μαζεύω, κλείνω•

    сложить нож κλείνω το σουγιά.

    || συμπτύσσω• σταυρώνω•

    сложить руки на груди σταυρώνω τα χέρια στο στήθος•

    сложить ноги κάθομαι σταυροπόδι-- губы σουφρώνω τα χείλη.

    7. κατεβάζω, αποθέτω•

    сложить ношу с плеч κατεβάζω το φορτίο από τους ώμους.

    || παλ. ακυρώνω, καταργώ, χαρίζω (ποινή, φταίξιμο).
    8. καταθέτω την εντολή• παραδίνω τα καθήκοντα• παραιτούμαι• απαλλάσσομαι από κάτι.
    εκφρ.
    сложить всла – αφήνω τα κουπιά (παύω να κωπηλατώ)•
    сложить голову ή кости – κλίνω (γέρνω) το κεφάλι, αφήνω τα κόκκαλα (πεθαίνω)•
    сложить оружие – καταθέτω το όπλο (παραδίνομαι)•
    сложить руки – σταυρώνω τα χέρια (παύω να δρω)•
    сложа руки сидеть – κάθομαι με σταυρωμένα τα χέρια (δεν κάνω τίποτε).
    1. φτιάχνομαι, γίνομαι. || συγκροτούμαι,., οργανώνομαι (σε ομάδες κ.τ.τ.).
    2. συντίθεμαι.
    3. καθιερώνομαι, ριζώνομαι•

    у меня -лась привычка μου έγινε συνήθεια•

    -лись цены καθιερώθηκαν οι τιμές.

    || παίρνω τροπή, φάση, στροφή•

    обстоятельства -лись благоприятно οι περιστάσεις πήραν ευνοΐκή τροπή.

    4. ωριμάζω, αντρώνομαι. || μτφ. διαμορφώνομαι, διαπλάθομαι•

    характер у него ещё не -лся ο χαρακτήρας του ακόμα δε διαμορφώθηκε.

    || αποκτιέμαι.
    5. συμπτύσσομαι, μαζεύομαι• διπλώνομαι.
    6. συνεισφέρω χρήματα (για κοινήυπόθεση).
    7. μαζεύω τα πράγματα μου (για αναχώρηση).

    Большой русско-греческий словарь > сложить

См. также в других словарях:

  • μεσάλα — η και μεσάλι, το (Μ μενσάλιον και μεσάλιον και μισάλιν και μινσάλιν και μεσάλι, τὸ) 1. το τραπεζομάντηλο 2. η πετσέτα φαγητού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. λατ. mensale < λατ. mensalium (< mensa «τραπέζι»)] …   Dictionary of Greek

  • μαντίλι — (Μ μανδήλιον και μανδήλιν και μαντήλιον) 1. τετράγωνο κομμάτι από ύφασμα που φοριέται από γυναίκες στο κεφάλι ή από γυναίκες και άντρες στον λαιμό ως εξάρτημα τής αμφίεσης 2. μικρό τετράγωνο ύφασμα για το καθάρισμα τού προσώπου, ιδίως τής μύτης,… …   Dictionary of Greek

  • μπόλια — η (λ. βενετ.) 1. η πετσέτα του φαγητού. 2. το μαντίλι που φορούν οι γυναίκες στο κεφάλι, το φακιόλι, το τσεμπέρι: Στον παραδοσιακό γάμο όλες οι κοπέλες φορούσαν μπόλιες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»